- συνεργίας
- συνεργίᾱς , συνεργίαco-operationfem acc plσυνεργίᾱς , συνεργίαco-operationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεργητικός — ή, ό / συνεργητικός, ή, όν, ΝΑ [συνεργήτης] αυτός που συνεργεί, που συντελεί σε κάτι νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η συνεργητική (κοινων. φιλοσ.) θεωρία τών φαινομένων συνεργίας ή σύμπραξης τόσο στη φύση, ανόργανη και οργανική, όσο και στην κοινωνία,… … Dictionary of Greek
συνεργισμός — ο, Ν 1. βιολ. α) το φαινόμενο τής σύμπραξης δύο ή περισσότερων μικροοργανισμών που δρουν ταυτόχρονα και τών οποίων η συνδυασμένη δράση προκαλεί μια μεταβολή που ο καθένας μόνος του δεν είναι ικανός να προκαλέσει β) συνδυασμένη δράση δύο ή… … Dictionary of Greek